- κατόρθωμα
- το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ]1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ' αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ)2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, άθλος (α. «μού διηγήθηκε τα κατορθώματά του στον πόλεμο» β. «ἀφῃρέθη γὰρ ὑπό Σύλλα τὴν τοῡ κατορθώματος δόξαν», Πλούτ.)νεοελλ.ειρων. τέχνασμα ή άτοπη πράξη («τά μάθαμε τα κατορθώματά σου»)μσν.καλή πράξηαρχ.1. η τελειότητα2. (φιλοσ.) η αγαθή πράξη που πηγάζει από ορθή γνώμη, η τέλεια εκτέλεση τού καθήκοντος3. γραμμ. η ορθή χρήση.
Dictionary of Greek. 2013.